συναποτείνοντες

συναποτείνοντες
σύν-ἀποτείνω
stretch out
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συναποτείνω — Α καθιστώ κάτι ίσο ως προς το μήκος με κάτι άλλο («ὧ τὸ Μαραθῶνος ὄνομα τοῑς Ἡλίου δρόμοις συναποτείνοντες», Ιμέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποτείνω «επιμηκύνω, τεντώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”